- φτεροπηδώ
- φτεροπηδάω αμετ1) взмахивать крыльями; 2) перен. порхать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτεροπηδώ — άω, Ν 1. (για πτηνό ή έντομο) πηδώ με τη βοήθεια τών φτερών μου 2. μτφ. πηδώ, χοροπηδώ … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek